- κατασεισμός
- κατα-σεισμός, ὁ, = foreg., Sor.1.60 (pl.), Archig. ap. Gal.12.657, Aët.6.87.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατασεισμός — κατασεισμός, ὁ (Α) [κατασείω] η κατάσεισις* … Dictionary of Greek
κατασεισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμοῖς — κατασεισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμοῦ — κατασεισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμούς — κατασεισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεισμῷ — κατασεισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)